ΒΑΛΒΙΔΟΠΑΘΕΙΕΣ
Πόσες είναι φυσιολογικά οι βαλβίδες της καρδιάς και πως λειτουργούν;
Όπως και οι κοιλότητες, οι βαλβίδες της καρδιάς είναι 4 , αορτική, μιτροειδής, πνευμονική και τριγλώχινα. Πρακτικά λειτουργούν σαν πόρτες και ανοιγοκλείνοντας τη σωστή στιγμή επιτρέπουν την προώθηση του αίματος από τη μία κοιλότητα στην άλλη.
Τι συμβαίνει όταν δε λειτουργούν σωστά οι βαλβίδες;
Όταν δεν κλείνουν στεγανά, κάποια ποσότητα αίματος παλινδρομεί στην προηγούμενη κοιλότητα και έχουμε ανεπάρκεια, ενώ όταν δεν ανοίγουν όσο πρέπει το αίμα δυσκολεύεται να περάσει στην επόμενη κοιλότητα και έχουμε στένωση. Και στη στένωση και στην ανεπάρκεια λόγω της διαταραχής στη ροή του αίματος (καλέιται να περάσει μέσα από μικρή τρύπα), παράγεται ένας ήχος κατά την ακρόαση ο οποίος λέγεται φύσημα. Τέτοιο ήχοι παράγονται και σε άλλες περιπτώσεις παθολογικών ροών π.χ μεσοκολιακή επικοινωνία.
Πώς ταξινομούνται οι βαλβιδοπάθειες;
Οι βαλβιδοπάθειες ταξινομούνται ανάλογα με τη βαρύτητά τους σε ήπιες, μέτριες και σοβαρές.
Ποιες είναι οι κυριότερες βαλβιδοπάθεις;
Στένωση αορτικής βαλβίδας : Αν η βαλβίδα είναι εκ γενετής προβληματική (δίπτυχη), η στένωση (με ή χωρίς ανεπάρκεια) δημιουργείται κοντά στην ηλικία των 50. Αν η βαλβίδα είναι φυσιολογική (τρίπτυχη), συνήθως δημιουργείται αρκετά αργότερα, μετά τα 60. Αυτό που συμβαίνει στη βαλβίδα είναι ότι συσσωρεύεται ασβέστιο και λιπίδια και παρεμποδίζεται το άνοιγμα της.
Τα κλασσικά συμπτώματά της πάθησης αυτής είναι στηθάγχη (πόνος στο στήθος) στην προσπάθεια, δύσπνοια στην προσπάθεια έως πνευμονικό οίδημα και λιποθυμικά επεισόδια. Μοιάζουν δηλαδή τα συμπτώματα με αυτά της στεφανιαίας νόσου. Επειδή η στένωση δεν είναι οξύ φαινόμενο, οι ασθενείς υποσυνείδητα μειώνουν τη δραστηριότητά τους με αποτέλεσμα μερικές φορές να μην περιγράφουν κάποιο σαφές σύμπτωμα κι εμείς να αναρωτιόμαστε αν είναι όντως ασυμπτωματικοί.
Η διάγνωση μπαίνει συνήθως με την ακρόαση (χαρακτηριστικό φύσημα) και άλλα ευρήματα αλλά χρειάζεται οπωσδήποτε να επιβεβαιωθει αλλά και να χαρακτηριστεί ως προς τη βαρύτητα με το υπερηχογράφημα.
Η θεραπεία μεχρι πρότινος ήταν μόνο χειρουργική, αντικατάσταση δηλαδή της βαλβίδος με μεταλλική ή χοίρεια. Τα τελευταία χρόνια όμως εχει γεννηθεί μια νέα μέθοδος η οποία μοιάζει σαν διαδικασία με αυτή της αγγειοπλαστικής (τοποθέτηση stent) και ονομάζεται TAVI. Πρακτικά, διαμέσου της μηριαίας αρτηρίας (στο πόδι), με τη βοήθεια καθετήρων και συρμάτων, εισάγεται μια ειδική βαλβιδα (αρχικά κλειστή) και ανεβαίνει, τοποθετείται και εκπτύσσεται στη θέση της παλιάς. Υπάρχουν σχετικά videos στο διαδίκτυο. Η μέθοδος αυτή θεωρείται πλέον σχεδόν ισάξια της κλασσικής χειρουργικής και επιλέγεται για τους ηλικιωμένους, βεβαρημένους ασθενείς που όμως πληρούν κάποια κριτήρια καταλληλότητας.
Ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας : Μπορεί να οφείλεται σε πρόβλημα των ίδιων των γλωχίνων (δίπτυχη βαλβίδα, ενδοκαρδίτιδα, ρευματικός πύρετός) ή σε διάταση/ανεύρυσμα της ανιούσας αορτής (συνδρομο Marfan, υπέρταση, διαχωρισμός αορτής). Μπορεί να είναι οξεία και χρόνια. Τα συμπτώματα είναι δύσπνοια εως πνευμονικό οίδημα, στηθάγχη προσπαθείας και πολύ χαρακτηριστικά αίσθημα έντονων παλμών. Η διάγνωση και η σταδιοποίηση γίνεται υπερηχογραφικά και η αντιμετώπιση είναι χειρουργική με αντικατάσταση της βαλβίδας. Συχνά χρειάζεται να αντικατασταθεί και η ανιούσα αορτή με ειδικό μόσχευμα.
Ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας : Η μιτροειδής βαλβίδα είναι ένας πολύπλοκος μηχανισμός. Πιθανά αίτια ανεπάρκειας είναι η πρόπτωση, η ενδοκαρδίτιδα, ο ρευματικός πυρετός, η ασβέστωση του δακτυλίου καθώς και η διατατική και ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια. Η πρόπτωση μιτροειδούς είναι ένα συχνό φαινόμενο (2,4% του πληθυσμού), με διπλάσια συχνότητα εμφάνισης στις γυναίκες έναντι των ανδρών αλλά με σαφώς χειρότερη πρόγνωση στους άνδρες έναντι των γυναικών. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι γυναίκες θα διαγνωσθούν με ήπια πρόπτωση στην ηλικία των 20-30 χρόνων αλλά αυτή η πρόπτωση δεν θα εξελιχθεί ποτε σε σοβαρή ανεπάρκεια της βαλβίδας. Αντιθέτως οι άνδρες (και αρκετές γυναίκες) που θα διαγνωσθούν σε μεγαλύτερη ηλικία (40-70 χρόνων) και θα εμφανίζουν καπως διαφορετική παθολογία στη βαλβίδα (μυξωματώδη εκφύλιση) διατρέχουν σαφώς μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρής ανεπάρκειας της βαλβίδας. Η διάγνωση της πρόπτωσης μπαίνει μέσω των χαρακτηριστικών ακροαστικών ευρημάτων και του υπερηχογραφήματος και συνοδεύεται από τη σύσταση αποφυγής έγερσης μεγάλων βαρών.
Τα συμπτώματα της χρόνιας σοβαρής ανεπάρκειας μιτροειδούς είναι πάνω κάτω τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας (δύσπνοια, πρησμένα πόδια, πνευμονικό οίδημα) με πιο χαρακτηριστική την εύκολη κόπωση καθώς επίσης και την κολπική μαρμαρυγή. Η εκδήλωση της οξείας σοβαρής ανεπάρκειας μιτροειδούς (συνηθέστερα λόγω εμφράγματος ή ενδοκαρδίτιδας) είναι το καρδιογενές σοκ με υπόταση και βαρύ πνευμονικό οίδημα.
Η διάγνωση της ανεπάρκειας της μιτροειδούς τίθεται υπερηχογραφικά και με τον ιδιο τρόπο αξιολογείται και η βαρύτητα. Η θεραπεία μπορεί να είναι πλήρης αντικατάσταση της βαλβίδας χειρουργικά με μεταλλική ή χοίρεια αλλά και απλή επιδιόρθωσή χειρουργικά ή διαδερμικά (mitra-clip).
Στένωση μιτροειδούς βαλβίδας : Σχεδόν αποκλειστική αιτία αυτής αποτελεί ο ρευματικός πυρετός οπότε και σχεδόν εχει εκλείψει στις μέρες μας στις ανεπτυγμένες χώρες. Βασικές της εκδηλώσεις αποτελούν η δύσπνοια έως πνευμονικό οίδημα, η εύκολη κόπωση, τα λιποθυμικά επεισόδια, τα εμβολικά φαινόμενα (π.χ εγκεφαλικό επεισόδιο) και η κολπική μαρμαρυγή. Η διάγνωση τίθεται υπερηχογραφικά και με τον ίδιο τρόπο καθορίζεται η αντιμετώπιση. Κάποιο άρρωστοι είναι κατάλληλοι για διαδερμική βαλβιδοπλαστική με μπαλόνι, ενώ κάποιοι άλλοι επιδέχονται μόνο χειρουργική αντικατάσταση.